- μπερεκέτι
- και μπερικέτι και μπερκέτι, τοαφθονία αγαθών, μεγάλος πλούτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bereket].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπερεκέτι — το ιού (λ. τουρκ.), μεγάλη αφθονία στη σοδειά, τα πλούτη: Πήραμε μπερεκέτι φέτος από τα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπερ(ε)κετλίδικος — η, ο θηλ. και ία αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μπερεκέτι, αυτός που υπάρχει σε αφθονία, πλούσιος, μπόλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερεκετλής + κατάλ. ίδικος … Dictionary of Greek
μπερκέτι — το βλ. μπερεκέτι … Dictionary of Greek
berechet — BERECHÉT, (1, 2) berecheturi, s.n., (3, 4) berecheţi, s.m. (reg.) 1. S. n. Belşug, abundenţă. ♦ (Adverbial; sens curent) Din belşug, din abundenţă. 2. S. n. Noroc, prosperitate (neaşteptată). 3. s.m. (ir.) Om care aduce belşug, noroc. 4. s.m. Om… … Dicționar Român